ὀφθαλμίαι — ὀφθαλμία ophthalmia fem nom/voc pl ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμία ophthalmia fem dat sg (attic doric aeolic) ὀφθαλμίας quick sight masc nom/voc pl ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμίας quick sight masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμίᾳ — ὀφθαλμίαι , ὀφθαλμία ophthalmia fem nom/voc pl ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμία ophthalmia fem dat sg (attic doric aeolic) ὀφθαλμίαι , ὀφθαλμίας quick sight masc nom/voc pl ὀφθαλμίᾱͅ , ὀφθαλμίας quick sight masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροχρόνιος — α, ο (AM μακροχρόνιος, ον) 1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
ροώδης — (I) ες / ῥοώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥόος / ῥοή] νεοελλ. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, ρευστός («ροώδης μάζα») αρχ. 1. (για θάλασσα) ο κυματώδης, αυτός που ταράσσεται από ορμητικά ρεύματα («τὸ μάλιστα ῥοῶδες τού πελάγους», Αιλιαν.) 2. (για… … Dictionary of Greek